ουραγωγός

ουραγωγός
(οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα μικρά σωληνοειδή και λευκά άνθη σχηματίζουν ένα είδος κεφαλίων, που προστατεύονται από πράσινα βράκτεια. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα σε περιοχές με κλίμα ζεστό και υγρό, με ελάχιστους ανέμους (Ινδία, Σρι Λάνκα κλπ.). Από το φυτό αυτό χρησιμοποιούνται οι ρίζες, από τις οποίες, όταν αποξηρανθούν, εξάγεται η εμετίνη, ουσία κατάλληλη για την παρασκευή υποδερμικών ιδιοσκευασμάτων κατά της αμοιβαδικής δυσεντερίας. Η εμετίνη, μαζί με το όπιο και τη γαλακτόζη, δίνει τη σκόνη του Ντόβερ, που χρησιμοποιείται ως αποχρεμπτικό.
* * *
(I)
η
βοτ. ονομασία φυτών τών τροπικών χωρών.
————————
(II)
-ὁ (Α οὐραγωγός, -όν)
(σχετικά με φαρμακευτικά παρασκευάσματα) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση, διουρητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρον + ἀγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οὐραγωγοῖς — οὐραγωγός promoting urine masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”